- κλειδωτήρι
- και κλειδωτάρι, το (Μ κλειδωτήρι) [κλειδώνω]νεοελλ.μετάλλινο κόσμημα τών γυναικείων φορεμάτων, πόρπη, με την οποία συνδέονται τα δύο άκρα τής ζώνης, αλλ. κόπιτσα, θηλυκωτήριμσν.κλειδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.